Τετάρτη 24 Μαΐου 2017

Τι μυστικά κρύβει η παιδική ζωγραφιά;


Από το νήπιο που μουτζουρώνει τα πάντα με χρωματιστούς μαρκαδόρους, ως τον έφηβο που εκτονώνει τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες στο θρανίο και στα περιθώρια του βιβλίου του, τα παιδιά φαίνεται να έχουν μια έμφυτη τάση να ζωγραφίζουν. Η παιδική ζωγραφιά έγινε αντικείμενο μελέτης των ψυχολόγων και μέχρι σήμερα συναρπάζει και εκπλήσσει με τον τρόπο που λειτουργεί, επιτρέποντας στους ενήλικες να αποκωδικοποιούν τα μυστικά της. Λέγεται πως ούτε οι καλλιτέχνες δεν μπορούν να ζωγραφίσουν με τρόπο που να προσεγγίζει την παιδική ζωγραφιά. Είναι λες και αποτελεί τη μυστική γλώσσα των παιδιών, ένα συμβολισμό της συλλογικής τους συνείδησης, ο οποίος αφήνει ένα μικρό πορτάκι για τους ενήλικες που ενδιαφέρονται να το ανοίξουν.
Το διάσημο «draw a person test», αλλιώς γνωστό ως «test Goodenough», βασίζεται στη ζωγραφιά του ανθρώπου και απευθύνεται σε παιδιά έως 12 ετών. Οι οδηγίες είναι απλές: ζητάς από το παιδί να σου ζωγραφίσει έναν άνθρωπο, όσο καλύτερα μπορεί, χωρίς να του βάζεις χρονικό όριο. Η δομημένη κλίμακα του τεστ, βαθμολογεί την ύπαρξη στοιχείων και λεπτομερειών στη ζωγραφιά του παιδιού, τα οποία στο τέλος αθροίζονται σε έναν αριθμό που αντιστοιχεί στη νοητική του ηλικία του και υποδεικνύει τη διαφορά της με τη βιολογική του ηλικία. Η Goodenough (1926) δημιούργησε το τεστ με βάση την υπόθεση ότι κάποιες πτυχές του σχεδίου σχετίζονται με τη νοητική ηλικία και άρα συμβάλλουν στην αξιολόγηση της νοημοσύνης.
Αλλά δεν είναι μονάχα η νοημοσύνη που αξιολογείται μέσω της ζωγραφιάς. Η ζωγραφική αναγνωρίζεται ως τρόπος έκφρασης των παιδιών και έχει συνδεθεί με την αποτύπωση της προσωπικότητας και των συναισθημάτων τους. Οι ζωγραφιές τους καθρεπτίζουν τον εσωτερικό τους κόσμο και απεικονίζουν στοιχεία που αφορούν στην ψυχολογική τους κατάσταση. Η άποψη αυτή αποτελεί τη βάση ερμηνείας των προβολικών τεστ τα οποία περιλαμβάνουν και τις παιδικές ζωγραφιές. Αντανακλούν στοιχεία της προσωπικότητας, σκέψεις, αντιλήψεις και συναισθήματα τα οποία δεν εκφράζονται με τρόπο λεκτικό  από τα παιδιά. Το «τεστ οικογενειακών σχέσεων» βασίζεται και αυτό στη ζωγραφιά.
Όταν ένα παιδί ζωγραφίζει την οικογένειά του, είναι σα να μας αποκαλύπτει τα μυστικά της. Μόλις ξεκινάει, ήδη αρχίζουμε και μπαίνουμε στην ψυχολογία του, παίρνοντας στοιχεία από το πως κρατάει το μολύβι, πόσο πιέζει το χαρτί, πόσο χρησιμοποιεί τη γόμα, σε ποιο μέρος της σελίδας επιλέγει να ζωγραφίσει. Το μέγεθος του σχεδίου, η σκίαση και η διαταραχή της συμμετρίας επίσης αξιολογούνται. Οι οικογενειακές σχέσεις έπειτα, δεν αργούν να έρθουν στην επιφάνεια. Έχει σημασία ποιο πρόσωπο επιλέγει το παιδί να ζωγραφίσει πρώτο, γιατί είναι αυτό με το οποίο ταυτίζεται. Το παιδί «τιμωρεί» τα πρόσωπα που δεν αποδέχεται, είτε παραλείποντάς τα εντελώς, είτε απεικονίζοντάς τα με μικρότερες διαστάσεις ή σε μεγαλύτερη απόσταση από τα υπόλοιπα. Ο τρόπος που τοποθετεί τα χέρια τους, οι λεπτομέρειες στα ρούχα τους, η παράλειψη ή η πρόσθεση στοιχείων, η προσθήκη ζώων που δεν υπάρχουν στο σπίτι, οι λεπτομέρειες του προσώπου, οι διαστάσεις των μελών, όλα αυτά είναι πολύ σημαντικά στοιχεία για την ερμηνεία της ζωγραφιάς.
Η εικόνα έρχεται να συμπληρώσει, λοιπόν, τα κενά που αφήνει ο λόγος. Ένα παιδί εκφράζει πολύ μικρό μέρος των συναισθημάτων του λεκτικά. Αυτό συμβαίνει γιατί δεν έχει ακόμα αναπτυγμένη συναισθηματική νοημοσύνη, ώστε να τα αναγνωρίζει, γιατί δεν έχει αρκετά πλούσιο λεξιλόγιο ώστε να τα εκφράσει περιφραστικά ή μεταφορικά και γιατί οι δεξιότητες επικοινωνίας του είναι ακόμα ακατέργαστες. Μας αφήνει όμως μέσα από τις ζωγραφιές του, ένα μικρό άνοιγμα στον ψυχικό του κόσμο.
«Μου πήρε τέσσερα χρόνια για να μάθω να ζωγραφίζω σαν τον Ραφαήλ,
αλλά μια ζωή για να μάθω να ζωγραφίζω σαν ένα παιδί»
Πάμπλο Πικάσο

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016

H κοινωνικά συμβατή «ευτυχία»



H κοινωνικά συμβατή «ευτυχία»




Ξέρετε εκείνη την κοπέλα που έχει μόλις πατήσει τα 30, ίσως να είναι και 32, βλέπει τον κόσμο να γκρεμίζεται γύρω της και το μόνο που υπάρχει στο μυαλό της είναι πότε θα ντυθεί νυφούλα; Ας μιλήσουμε λίγο για εκείνη την κοπέλα.
  Ας μιλήσουμε για το γεγονός ότι είναι μορφωμένη. Ότι οι γονείς της ξόδεψαν πολλά χρήματα κι εκείνη πολύ χρόνο για το όνειρο να γίνει κάτι στη ζωή της. Να μην γίνει νοικοκυρά, σαν τη μαμά της. Αλλά έτυχε να βρεθεί στον λάθος τόπο, στον λάθος χρόνο και τα πτυχία της έμειναν στολίδια στον τοίχο, ενώ εκείνη ψευτο-εργάζεται (στην καλύτερη) μαζεύοντας μεροκάματα ή παίρνοντας ένα ντροπιαστικό μισθό. Της έδωσαν μόνο διπλώματα, όμως, μόνο χαρτιά και τυπικά προσόντα. Δεν της έμαθαν να αγαπά τον εαυτό της αρκετά για να επιβιώσει. Δεν της έμαθαν να στοχεύει πάντα στο υψηλό, στην καλλιέργεια του νου και της ψυχής της. Της έμαθαν να διαβάζει για να πάρει ένα πτυχίο και να βρει μια δουλειά που να μην την απασχολεί πολλές ώρες, ώστε να μπορεί να παντρευτεί και να κάνει παιδιά. Άρα, ματαιώθηκαν οι κόποι της. Πήγαν τζάμπα.
  Δεν της έμαθαν ότι η μόρφωση είναι δικαίωμα, αλλά την έχουν καταντήσει προνόμιο και θα έπρεπε να νιώθει πολύ τυχερή που την απόλαυσε. Που είχε την δυνατότητα να ανοίξει το μυαλό της και να ανυψώσει την ύπαρξή της. Αλλά δεν την εκμεταλλεύτηκε σωστά. Δεν της έμαθαν ότι ο άνθρωπος για να είναι ευτυχισμένος πρέπει να έχει δημιουργική απασχόληση. Πρέπει να χορεύει, να παίζει μουσική, να ζωγραφίζει, να διαβάζει, να ταξιδεύει, να γεμίζει τον χρόνο του. Δεν της έμαθαν ότι το να μεγαλώνεις παιδιά δεν είναι χόμπι. Τα χόμπι είναι χόμπι.  Δεν της έμαθαν πως ο χειρότερος λόγος που υπάρχει για να κάνει παιδί είναι για να γεμίσει το κενό της. Πως οι κενοί άνθρωποι δεν γεμίζουν όταν γίνονται γονείς, αλλά φορτώνουν αυτό το κενό  στα παιδιά τους και τα κάνουν δυστυχισμένα.
  Δεν της έμαθαν να αγαπά τους άντρες. Της έμαθαν πως όσοι δεν αντιμετωπίζουν τις γυναίκες σαν αντικείμενα, μπορούν να γίνουν τα δικά της αντικείμενα, να τα χρησιμοποιήσει για την επίτευξη του σκοπού της. Της έμαθαν να ψάχνει γαμπρό και πατέρα, όχι άνθρωπο. Και της το πέρασαν τόσο έντονα αυτό, που μέσα σε όλο τον όγκο πληροφοριών που έλαβε από την μόρφωσή της, κατάφερε να αντισταθεί σε οποιαδήποτε πληροφορία χαλούσε το δανεικό της όνειρο. Ταξίδεψε σε ξένες χώρες και είδε ανθρώπους διαφορετικούς, μα δεν θυμάται τίποτα που να συγκρούεται με τις συμβάσεις της. Επιλέγει να βλέπει μόνο όσα αντέχει.
  Δεν της είπαν πως τα παιδιά δεν φέρνουν την ευτυχία. Κανείς δεν την φέρνει. Πρέπει να την κερδίσεις μόνος σου πρώτα. Δεν της είπαν πως αυτό έχει αποδειχθεί μέσα από μελέτες της επιστήμης της ψυχολογίας. Πως εδώ και πολλές γενιές, μόνο 1 στους 3 ανθρώπους δηλώνουν ευτυχισμένοι κι αυτό είναι εντελώς ανεξάρτητο από την οικογενειακή τους κατάσταση. Πως όσοι κάνουν παιδιά, δηλώνουν περισσότερο ευτυχισμένοι μόνο τους πρώτους μήνες και έπειτα επιστρέφουν στην αρχική τους δήλωση. Δεν της είπαν πως η γυναίκα αρχίζει να έχει προβλήματα με την τεκνοποίηση μετά τα 40-45 κι όχι μετά τα 25. Και πως δεν χρειάζεται να αγχώνεται τόσο πολύ. Πως θα μπορεί να παίζει με τα παιδιά της, είτε τα κάνει στα 20, είτε τα κάνει στα 40.
  Της ενίσχυσαν την εγωιστική επιθυμία να αφήσει τα δικά της γονίδια στον πλανήτη ανεξαρτήτου κόστους. Της έμαθαν να θέλει να κάνει παιδιά «για να γίνει μητέρα» όχι για να ζήσουν εκείνα, «για να κάνει μωρό», όχι για να μεγαλώσει έναν άνθρωπο. Την έκαναν να ξεχάσει πως περισσότεροι από τους μισούς γάμους καταλήγουν σε διαζύγιο. Δεν την δίδαξαν από τα δικά τους λάθη, δεν της έμαθαν να εμβαθύνει μέσα σε μια σχέση, να προσεγγίζει την ψυχή του άλλου χωρίς να χάνει την δική της, μήπως και καταφέρει να ευτυχίσει με τον σύντροφό της. Της έμαθαν να βιάζεται να κατοχυρώσει τη σχέση της κοινωνικά, χωρίς να πολυψάχνει πόσο γερά είναι τα θεμέλιά της.
  Και πάνω από όλα, της αφαίρεσαν το δικαίωμα να είναι ευτυχισμένη χωρίς όλα αυτά. Την καταδίκασαν σε ένα μονόδρομο. Κι εκείνη ποτέ δεν αμφισβήτησε τα όρια του κλουβιού της. Τους άφησε να της πλασάρουν κάποιο φτιαχτό χρονικό όριο ως γνώμονα της ζωής της. Δεν νοιάστηκε να μεγαλώσει η ίδια κι έτσι μικρή παρέμεινε και προσπάθησε να μεγαλώσει παιδιά. Δεν σκέφτηκε πως, κάτι τέτοιο δεν θα έπρεπε να γίνεται ψυχαναγκαστικά, υπό την πίεση της κοινωνίας, αλλά θα έπρεπε να είναι μια επιλογή που έρχεται αυθόρμητα όταν κανείς έχει φτάσει στο κατάλληλο επίπεδο πνευματικής ολοκλήρωσης.
  Κι όλα αυτά γιατί δεν εξερεύνησε ποτέ τα θέλω της. Μόνο άφησε να της επιβάλλουν τα δικά τους. Το άφηνε να συμβαίνει κάθε μέρα, με κάθε παρότρυνση της μητέρας της, κάθε συμβουλή της γιαγιάς της, κάθε σχόλιο του θείου της, κάθε «δανεική προσευχή»…

«Στις δανεικές τις προσευχές
πονάς για άλλων τις πληγές
κι αν οι ανάσες οι παλιές
τώρα σου ακούγονται κραυγές
στις δικές σου προσευχές
ζήτα ό, τι θες…» (A.M.)





Πέμπτη 1 Μαΐου 2014

«ΑΓΧΟΣ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ»: Fight or flight…


«ΑΓΧΟΣ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ»: Fight or flight…

Η εξεταστική περίοδος πλησιάζει. Σχολικές εξετάσεις, πτυχία ξένων γλωσσών και φυσικά οι Πανελλαδικές. Το αίσθημα του άγχους έχει εισβάλλει έντονο σε πολλά σπίτια, προερχόμενο από μαθητές, γονείς και καθηγητές. Μάλιστα το άγχος δεν κάνει διακρίσεις. Το βιώνει ο άριστος μαθητής που ήδη έχει κάνει τη δουλειά που θα έπρεπε με περισσή τελειομανία και παρόλα αυτά θεωρεί πως θα αποτύχει, ο μέτριος μαθητής που πιέζεται να γίνει άριστος και ο κακός μαθητής που πιέζεται γιατί γνωρίζει πως δε θα τα καταφέρει. 
Πότε όμως το άγχος γίνεται επιβλαβές; Πότε μιλάμε για αγχογόνο διαταραχή, μια ψυχοσωματική κατάσταση που απειλεί την ψυχική, αλλά και τη σωματική υγεία του ατόμου; Αν πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, θα ξεκινήσουμε από το διαχωρισμό άγχους και στρες. Το στρες είναι η αντίδραση του οργανισμού σε ένα υπαρκτό εξωτερικό ερέθισμα. Είναι η απάντηση σε μια πραγματική, πιεστική κατάσταση και διαρκεί περιορισμένο χρονικό διάστημα. Εδώ εμφανίζεται η λεγόμενη αντίδραση «πάλης ή φυγής» (fight or flight reaction). Όταν οι απαιτήσεις της κατάστασης έχουν μεγάλη απόσταση από τις δυνατότητες του ατόμου, το στρες εμφανίζεται ως ένας μηχανισμός προστασίας του.
Παρόμοια λειτουργεί και ο φόβος, ο οποίος επίσης αποτελεί φυσιολογική και περιορισμένη χρονικά αντίδραση σε έναν υπαρκτό κίνδυνο. Το άγχος από την άλλη, προέρχεται ετυμολογικά από το ρήμα «άγχω» (πιέζω δυνατά το λαιμό, πνίγω, στραγγαλίζω)Πρόκειται για μια κατάσταση συναγερμού, η οποία δεν περιορίζεται χρονικά ενώ το άτομο δε βρίσκεται απαραίτητα αντιμέτωπο με κάποιο πραγματικό κίνδυνο. Παρόμοια λειτουργεί και η φοβία. Τα συμπτώματα του άγχους ποικίλλουν: Σωματικά: ημικρανίες, αίσθηση πνιγμού, υπέρταση, δερματικές αντιδράσεις, μολύνσεις, μυϊκοί σπασμοί. Συμπεριφορικά: διαταραχές στον ύπνο, αλλαγές στη διατροφή, χρήση ουσιών, έλλειψη ενδιαφερόντων, επιθετικότητα, πτώση ενεργητικότητας, μείωση της ικανότητας οργάνωσης και προγραμματισμού, προβλήματα μνήμης. Γνωστικά: υπερ-δραστηριότητα, υπερ-απασχόληση, χαμηλή αυτοπεποίθηση, πολλαπλοί ρόλοι. Συναισθηματικά: ευερεθιστότητα, αδιαφορία, αβεβαιότητα για το μέλλον, ανησυχία, κατάθλιψη.
Οι ιατρικές καταστάσεις που συνδέονται με το άγχος είναι πολλές (καρδιακές αρρυθμίες, αγγειοεγκεφαλικό επεισόδιο, όγκοι εγκεφάλου πλησίον της τρίτης κοιλίας, υπογλυκαιμία, νόσος Parkinson, νόσος Alzheimer κ.ά.), ενώ το φάσμα των διαφορετικών αγχογόνων διαταραχών είναι ευρύ, καθώς το άγχος δεν εκφράζεται κατά τον ίδιο τρόπο σε όλους (διαταραχή πανικού, αγοραφοβία, κοινωνική φοβία, ειδική φοβία, ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, μετατραυματική διαταραχή, διαταραχή οξέος στρες, γενικευμένη αγχώδης διαταραχή κ.ά.). Οι παράγοντες που προκαλούν άγχος στους εφήβους είναι οι σχέσεις με συνομηλίκους και εκπαιδευτικούς, η σχολική επιτυχία η οποία συνδέεται με τη γενικότερη επιτυχία του ατόμου, η πίεση για υψηλές επιδόσεις από τους γονείς, τα διάφορα οικογενειακά προβλήματα καθώς και το άγχος που έχει βιώσει το άτομο στην παιδική ηλικία και αναδύεται στην περίοδο της εφηβείας. Ο τρόπος που εκδηλώνεται το άγχος σε αυτή την ηλικία εκφράζεται ως γενικευμένο άγχος, σχολική φοβία ή σχολική άρνηση, διαταραχή πανικού και κοινωνική φοβία. Οι έφηβοι υιοθετούν διάφορες τεχνικές αντιμετώπισης του άγχους τους. Ανάμεσα σε αυτές είναι η άρνηση και η απόσυρση. Κατά αυτό τον τρόπο αγνοούν την ένταση της κατάστασης. Επίσης, η παρορμητική συμπεριφορά, η οποία προκαλεί τις αντιδράσεις των γύρω τους. Υπάρχει ακόμα και η παλινδρόμηση, δηλαδή η εμφάνιση συμπεριφορών που αντιστοιχούν σε μικρότερες ηλικίες και αναπτυξιακά στάδια. Από την άλλη, κάποιοι έφηβοι υιοθετούν πιο θετικές τεχνικές αντιμετώπισης όπως το χιούμορ, η απώθηση (ασχολούνται με θέματα που τους ευχαριστούν), η μετουσίωση (διοχετεύουν το άγχος στον αθλητισμό και το παιχνίδι) και η πρόληψη (προβλέπουν ότι μια κατάσταση θα τους προκαλέσει άγχος). 
Οι ψυχολόγοι παιδιών και εφήβων προσφέρουν διάφορες τεχνικές διαχείρισης του άγχους. Οι στρατηγικές ηρεμίας έχουν γίνει δημοφιλείς και τις χρησιμοποιούν κι άλλο ειδικοί εκτός των επαγγελματιών ψυχικής υγείας (νευρομυϊκή χαλάρωση, καθοδηγούμενη φαντασία, τεχνικές αναπνοής). Αποτελούν χρήσιμα εργαλεία, τα οποία όμως δε λύνουν το πρόβλημα από μόνα τους. Για να μπορέσει να διαχειριστεί το άτομο το άγχος του, χρειάζεται να κάνει μια πιο ουσιαστική δουλειά με τον εαυτό του, η οποία ξεκινά από την αυτοπαρατήρηση (αναγνώριση σκέψεων και πεποιθήσεων), προχωρά στον αυτοέλεγχο και την αυτοκαθοδήγηση με τη χρήση εσωτερικού διαλόγου και φτάνει στην επίλυση των προβλημάτων μέσω ασκήσεων συναισθηματικής ενημερότητας και έκφρασης συναισθημάτων (γνωστική - συμπεριφορική ψυχοθεραπευτική προσέγγιση). 
Οι γονείς από τη μεριά τους μπορούν να βοηθήσουν το παιδί να αναγνωρίζει τις στρεσογόνες καταστάσεις και να διατηρεί μια θετική προσέγγιση σε αυτές. Να έχει αυτοπεποίθηση και την ψυχραιμία να εστιάζει στο πρόβλημα και όχι στα συναισθήματα που του προκαλεί. Να κάνει καλή κατανομή καθηκόντων, αλλά και αρκετά διαλλείματα και μικρές αποδράσεις. Να το ενθαρρύνουν να ασχολείται με τον αθλητισμό και να έχει καλές διατροφικές συνήθειες. Να του εξηγούν τις βλαβερές συνέπειες του άγχους και να του μιλούν ήρεμα και αποφασιστικά, χωρίς να θυμώνουν μαζί του. Τέλος, δεδομένης της σημερινής πραγματικότητας, στην οποία το να είσαι παιδί και έφηβος είναι μια σκληρή δουλειά, αφού τα προγράμματά τους είναι ασφυκτικά φορτωμένα, ας μην ξεχνούν οι γονείς να αναρωτηθούν: μήπως έχει φορτωθεί το παιδί περισσότερα από όσα μπορεί να αντέξει; Το θέμα δεν είναι το άγχος των εξετάσεων. Μεγαλώνοντας, η ζωή θα προσφέρει απλόχερα στο άτομο αφορμές και λόγους για να νιώθει υπό πίεση. Είναι πολύ σημαντικό να αποκτήσει κάποιος από νωρίς τους τρόπους διαχείρισης, αλλά και τη στάση ζωής που θα αποτελέσουν τα όπλα του απέναντι στον πραγματικό κίνδυνο: το άγχος.